- επιληπτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία (βλ. λ.).2. που πάσχει από επιληψία, που σεληνιάζεται, επιληψιάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιληπτικός — subject to epilepsy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιληπτικός — ή, ό (AM ἐπιληπτικός, ή, όν) [επιληψία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιληψία ή στον επιληπτικό 2. αυτός που πάσχει από επιληψία … Dictionary of Greek
ἐπιληπτικά — ἐπιληπτικός subject to epilepsy neut nom/voc/acc pl ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem nom/voc/acc dual ἐπιληπτικά̱ , ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικώτερον — ἐπιληπτικός subject to epilepsy adverbial comp ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc acc comp sg ἐπιληπτικός subject to epilepsy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικῶν — ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem gen pl ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικόν — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc acc sg ἐπιληπτικός subject to epilepsy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικαῖς — ἐπιληπτικός subject to epilepsy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικοῖς — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικοί — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτικοῦ — ἐπιληπτικός subject to epilepsy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)